μπρούτζινος

μπρούτζινος
[брутзинос] εκ. бронзовый.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μπρούτζινος" в других словарях:

  • γκονγκ — (gong).Κρουστό μουσικό όργανο. Είναι κυρτός μπρούτζινος δίσκος που, όταν τον χτυπούν με το ματσόλα, ένα ειδικό σφυρί, παράγει μακρόσυρτο μελωδικό ήχο. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους λαούς της νοτιοανατολικής Ασίας, είτε για να επισημάνει την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»